- ομοπολώ
- ὁμοπολῶ, -έω (Α)κινώ μαζί («ἐπιστατεῑ δὲ οὗτος ὁ θεὸς τῇ ἁρμονία ὁμοπολῶν αὐτὰ πάντα καὶ κατὰ θεοὺς καὶ κατ' ἀνθρώπους», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -πολῶ, μέσω αμάρτυρου *ὁμοπόλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομοπόλησις — ὁμοπόλησις, ἡ (Α) [ομοπολώ] κίνηση εναρμονισμένη με μια άλλη, αρμονική κίνηση … Dictionary of Greek